λαμιναρία

λαμιναρία
(Laminaria). Γένος φυτών της οικογένειας των λαμιναριιδών. Έχουν μεγάλο, φυλλοειδή και έμμισχο θαλλό που καταλήγει σε θύσανο με ισχυρές ρίζες. Οι λ. είναι πλούσιες σε υδρογονάνθρακες, λαμιναρίνη και μανίτη. Πολλά είδη της λ. απαντούν στον Αρκτικό, στον βόρειο Ειρηνικό και στον βόρειο Ατλαντικό ωκεανό. Στις νοτιοδυτικές ακτές της Νορβηγίας, η λ. σχηματίζει λιβάδια πολλών χιλιάδων στρεμμάτων. Στην ανατολική Ασία χρησιμοποιείται ως τροφή, καθώς και για την παρασκευή σάλτσας, γνωστής με την ονομασία κόμπου. Η λ. χρησιμοποιείται επίσης ως τροφή ζώων και ως λίπασμα, ενώ από τη στάχτη της παράγεται ιώδιο. Άλλοτε χρησιμοποιούσαν τους μίσχους της στη χειρουργική για το άνοιγμα συριγγίων ή και ως εκτρωτικό.
* * *
η
βοτ. γένος φαιοφυκών που ανήκει στην τάξη λαμιναριώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. laminaria < lamina < λατ. lamina + κατάλ. -aria].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”